Βέλγος

Βέλγος
ο , Βέλγίδα [-ίς (-ίδος)] η бельги|ец, -йка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Βέλγος" в других словарях:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • Βερχάρεν, Εμίλ — (Émile Verhaeren, Σεν Αμάν, Αμβέρσα 1855 – Ρουέν 1916). Βέλγος συγγραφέας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1883 ως συμβολιστής, με ποιήματα που τα διέκρινε μια αντίθεση –χαρακτηριστικά φλαμανδική– μυστικισμού και ρεαλισμού. Σε διαδοχικές συλλογές με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιζαΐ, Εζέν — (Eugène Ysaye, Λιέγη 1858 – Βρυξέλλες 1931). Βέλγος βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης. Αφού εργάστηκε ως μέλος ορχήστρας, εμφανίστηκε από το 1889 ως κοντσερτίστας και έπειτα ως διευθυντής ορχήστρας, σημειώνοντας επιτυχίες παγκοσμίως …   Dictionary of Greek

  • Κρόμελινκ, Φερνάν — (Fernand Crommelynck, Βρυξέλλες 1885 – Σεν Ζερμέν αν Λε, Γαλλία 1970). Βέλγος συγγραφέας. Γιος ηθοποιών, ηθοποιός και ο ίδιος, αποκάλυψε από τα πρώτα του έργα ωριμότητα δόκιμου συγγραφέα. Ήδη στα πρώτα του δράματα, Δεν θα ξαναπάμε στο δάσος… …   Dictionary of Greek

  • Μέτερλινκ, Μορίς — (Maurice Polydore Marie Bernard Maeterlinck, Γάνδη 1862 – Νίκαια 1949). Βέλγος συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά και εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, σύντομα συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

  • Ροντενμπάκ, Ζορζ — (Rodenbach, 1855 – 1898). Βέλγος γαλλόφωνος ποιητής και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Γάνδης και για μικρό χρονικό διάστημα άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, δεν άργησε όμως να το εγκαταλείψει και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σιμενόν, Ζωρζ — (Simenon). Βέλγος συγγραφέας που έγραψε στα γαλλικά. Γεννήθηκε το 1903. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος· έκδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1920 και δεν άργησε να επιβληθεί ως συγγραφέας αστυνομικών έργων, ιδιαίτερα με τον ήρωά του… …   Dictionary of Greek

  • ανέ — (19ος αι.).Βέλγος φιλέλληνας. Στη μάχη του Πέτα, μαζί με τον Γερμανό φιλέλληνα Χέλμαν, αν και τραυματισμένοι, κατόρθωσαν με 23 άλλους φιλέλληνες να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές πολεμώντας με τις λόγχες τους και να σωθούν. * * * κ. ανέν κ.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»